Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλονεϊσμός οι φιλονεϊσμοί
      γενική του φιλονεϊσμού των φιλονεϊσμών
    αιτιατική τον φιλονεϊσμό τους φιλονεϊσμούς
     κλητική φιλονεϊσμέ φιλονεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλονεϊσμός < φιλο- + νέ(ος) + -ισμός, (μαρτυρείται από το 1890)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλονεϊσμός αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)