φιλομάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλομάθεια | οι | φιλομάθειες |
γενική | της | φιλομάθειας | των | φιλομαθειών |
αιτιατική | τη | φιλομάθεια | τις | φιλομάθειες |
κλητική | φιλομάθεια | φιλομάθειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλομάθεια < αρχαία ελληνική φιλομάθεια < φιλομαθής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλομάθεια θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλομάθεια
|