Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλολογίνα οι φιλολογίνες
      γενική της φιλολογίνας των φιλολογίνων
    αιτιατική τη φιλολογίνα τις φιλολογίνες
     κλητική φιλολογίνα φιλολογίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλολογίνα (νεολογισμός) < φιλόλογ(ος) + -ίνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλολογίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία