Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλογύνης οι φιλογύνηδες
      γενική του φιλογύνη των φιλογύνηδων
    αιτιατική τον φιλογύνη τους φιλογύνηδες
     κλητική φιλογύνη φιλογύνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλογύνης < αρχαία ελληνική φιλογύνης < φιλέω + -γύνης (< γυνή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλογύνης αρσενικό

  • ο γυναικάς, αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία