Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φιλιώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλιώνω
  2. θα φιλιώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλιώνω