φιλιώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φιλιώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλιώνω
- θα φιλιώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλιώνω
φιλιώσουμε