Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλαναλωτής < φίλος και ἀναλίσκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλαναλωτής αρσενικό