Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

φιλέψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλεύω
  2. θα φιλέψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλεύω