Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιαρός < ίσως απο τη λέξη πῖαρ

  Επίθετο επεξεργασία

φιαρός ὁ, ἡ φιαρά, το φιαρόν


Συγγενικά επεξεργασία