φθονέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φθονέω < φθόνος
Ρήμα επεξεργασία
φθονέω και συνηρημένο φθονῶ
- φθονώ, νιώθω φθόνο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 903 (900-904)
- μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι· | τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε | τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς, | κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν- | θεῖ·
- Μη ζηλεύεις τις μικρούλες | και τα τρυφερούδια, πὄχουν | απαλά μεριά και στήθος | δυο μελοροδάκινα!
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- μὴ φθόνει ταῖσιν νέαισι· | τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐμπέφυκε | τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς, | κἀπὶ τοῖς μήλοις ἐπαν- | θεῖ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 903 (900-904)
- αρνούμαι να κάνω κάτι από φθόνο