φηντάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φηντάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φηντάρω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φηντάρισμα
|