φερτάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φερτάκιας | οι | φερτάκηδες |
γενική | του | φερτάκια | των | φερτάκηδων |
αιτιατική | τον | φερτάκια | τους | φερτάκηδες |
κλητική | φερτάκια | φερτάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φερτάκιας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φερτάκιας αρσενικό
- ο καταδότης στις αστυνομικές αρχές
Μεταφράσεις επεξεργασία
φερτάκιας