Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φενάκισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φενακίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φενακίζω