Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαυλίζω < φαῦλος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

φαυλίζω

πάλιν αὖ τοὺς νομοθέτας φαυλίζεις.