Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασκόμηλο τα φασκόμηλα
      γενική του φασκόμηλου των φασκόμηλων
    αιτιατική το φασκόμηλο τα φασκόμηλα
     κλητική φασκόμηλο φασκόμηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασκόμηλο < αρχαία ελληνική σφάκος / φάσκος / φάσκον + μῆλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φασκόμηλο ουδέτερο

  1. αφέψημα από ξερά φύλλα φασκομηλιάς
  2. (φυτό) φασκομηλιά

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία