Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φασκιώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φασκιώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φασκιώνω
  3. θα φασκιώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φασκιώνω