Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρσέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική farceur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαρσέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • το πρόσωπο που κάνει φάρσα, παραπλανά άτομα ή αρχές

  Μεταφράσεις επεξεργασία