Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φανώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαίνομαι
  2. θα φανώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαίνομαι