Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαντομάς οι φαντομάδες
      γενική του φαντομά των φαντομάδων
    αιτιατική τον φαντομά τους φαντομάδες
     κλητική φαντομά φαντομάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αφίσα από παλιά ταινία με τον Φαντομά.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαντομάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική Fantômas[1], φανταστικός ήρωας γαλλικών αστυνομικών μυθιστορημάτων και ταινιών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fan.doˈmas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαντομάς αρσενικό

  1. ασύλληπτος κλέφτης που εξαφανίζεται σα φάντασμα ή κάποιος που εξαφανίζεται κατά τον ίδιο τρόπο για άλλους λόγους
    Μόλις του είπα για γάμο, έγινε φαντομάς.

  Μεταφράσεις επεξεργασία