φαντομάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαντομάς < (λόγιο δάνειο) γαλλική Fantômas[1], φανταστικός ήρωας γαλλικών αστυνομικών μυθιστορημάτων και ταινιών
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fan.doˈmas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαντομάς αρσενικό
- ασύλληπτος κλέφτης που εξαφανίζεται σα φάντασμα ή κάποιος που εξαφανίζεται κατά τον ίδιο τρόπο για άλλους λόγους
- Μόλις του είπα για γάμο, έγινε φαντομάς.
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαντομάς
|
- ↑ φαντομάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας