Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαναρτζής οι φαναρτζήδες
      γενική του φαναρτζή των φαναρτζήδων
    αιτιατική τον φαναρτζή τους φαναρτζήδες
     κλητική φαναρτζή φαναρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαναρτζής < φανάρ(ι) + -τζής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fa.naɾˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐ναρ‐τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαναρτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο τεχνικός που επιδιόρθωνε αρχικά τις βλάβες στα φανάρια των αυτοκινήτων και γρήγορα όμως απέκτησε ως αντικείμενο όλες τις παραμορφώσεις στο αμάξωμα, εκτός από μηχανικά και ηλεκτρικά μέρη
     συνώνυμα: λαμαρινάς, φανοποιός (επίσημο)
  2. που κατασκευάζει φανάρια ή επιδιορθώνει αντικείμενα από λευκοσίδηρο
     συνώνυμα: φανοποιός (επίσημο), λευκοσιδηρουργός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία