Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλτσαριστά < φαλτσαριστός

  Επίρρημα επεξεργασία

φαλτσαριστά

  1. με φαλτσαριστό τρόπο, με φάλτσο
    σούταρε τη μπάλα φαλτσαριστά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φαλτσαριστά