φαλαγγίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαλαγγίτης < ελληνιστική φαλαγγίτης < φάλαγξ + -ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαλαγγίτης αρσενικό, φαλαγγίτισσα θηλυκό
- στρατιώτης μιας φάλαγγας
- μέλος παρακρατικής ή παραστρατιωτικής φασιστικής οργάνωσης
- ※ Ήτανε τότε αρσενικά και θηλυκά στην ΕΟΝ του Κεφαλλονίτη του Μεταξά, φαλαγγίτες και φαλαγγίτισσες καθώς τους λέγανε. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαλαγγίτης