Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φάλκονας οι φάλκονες
      γενική του φάλκονα των φαλκόνων
    αιτιατική τον φάλκονα τους φάλκονες
     κλητική φάλκονα φάλκονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάλκονας < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική φάλκονας (γεράκι) (< λατινική falco)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάλκονας ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. W.J. Aerts και Hero Hokwerda, Lexicon on ‘The Chronicle of Morea’ (Λέιντεν: Brill, 2021 [¹2001], ISBN 978-90-04-49548-7), σ. 498.