υφαρπαγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υφαρπαγή < ελληνιστική κοινή ὑφαρπαγή[1] [2] < αρχαία ελληνική ὑφαρπάζω[3]
Ουσιαστικό επεξεργασία
υφαρπαγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υφαρπάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υφαρπαγή
|
- ↑ υφαρπαγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ υφαρπαγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ὑφαρπάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.