↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υστερόπονος οι υστερόπονοι
      γενική του υστερόπονου των υστερόπονων
    αιτιατική τον υστερόπονο τους υστερόπονους
     κλητική υστερόπονε υστερόπονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υστερόπονος < υστερό- + -πονος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υστερόπονος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό υστερόπονοι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία