Δείτε επίσης: αποτύπωση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποτύπωση οι υποτυπώσεις
      γενική της υποτύπωσης* των υποτυπώσεων
    αιτιατική την υποτύπωση τις υποτυπώσεις
     κλητική υποτύπωση υποτυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτύπωση < (ελληνιστική κοινήὑποτύπωσις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποτύπωση θηλυκό

  1. η αποτύπωση με λόγο κάποιων πραγμάτων ή καταστάσεων
  2. (τοπογραφία) αποτύπωση του εδάφους σύμφωνα με ορισμένη κλίμακα
    άλλες μορφές: αποτύπωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία