υποτονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.to.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.po.to.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.po.to.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
υποτονικός, -ή, -ό
- που δεν έχει ένταση ή ενδιαφέρον
- (ιατρική) που σχετίζεται με την υποτονία
- (συνεκδοχικά) που πάσχει από υποτονία
- (χημεία) χαρακτηρισμός διαλύματος που έχει μικρότερη ωσμωτική πίεση από κάποιο άλλο