Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποτονικός η υποτονική το υποτονικό
      γενική του υποτονικού της υποτονικής του υποτονικού
    αιτιατική τον υποτονικό την υποτονική το υποτονικό
     κλητική υποτονικέ υποτονική υποτονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποτονικοί οι υποτονικές τα υποτονικά
      γενική των υποτονικών των υποτονικών των υποτονικών
    αιτιατική τους υποτονικούς τις υποτονικές τα υποτονικά
     κλητική υποτονικοί υποτονικές υποτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποτονικός < αγγλική hypotonic < υπο- + τονικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.to.niˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.po.to.niˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.po.to.niˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

υποτονικός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει ένταση ή ενδιαφέρον
  2. (ιατρική) που σχετίζεται με την υποτονία
    • (συνεκδοχικά) που πάσχει από υποτονία
  3. (χημεία) χαρακτηρισμός διαλύματος που έχει μικρότερη ωσμωτική πίεση από κάποιο άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία