υποταγμένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποταγμένα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του υποταγμένος
Επίρρημα επεξεργασία
υποταγμένα (τροπικό)
- με υποτακτικό τρόπο, μοιρολατρικά, χωρίς διάθεση για αντίσταση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποταγμένα
|
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
υποταγμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποταγμένο