υποστυλώσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υποστυλώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποστυλώνω
- θα υποστυλώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποστυλώνω