υποστασιοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποστασιοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
υποστασιοποιώ
- δίνω σάρκα και οστά σε κάτι άυλο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποστασιοποιώ
|
υποστασιοποιώ
|