Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υποσκελίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποσκελίζω
  2. θα υποσκελίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποσκελίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

υποσκελίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποσκέλιση