Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπολειτούργησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
υπολειτούργησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
υπολειτουργώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
υπολειτουργώ