υποκορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποκορισμός < αρχαία ελληνική ὑποκορισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποκορισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) λειτουργία της γλώσσας, λεξικολογική και μορφολογική, με την οποία εκφράζεται σμίκρυνση της σημασίας μιας λέξης πραγματική ή συναισθηματική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποκορισμός
|