Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποκινήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποκινώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποκινώ
  3. θα υποκινήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποκινώ