Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκειμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υποκειμενικοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

υποκειμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • γίνομαι υποκειμενικός, ενώ ήμουν αντικειμενικός
    οι αξιες υποκειμενικοποιήθηκαν αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χάθηκε η δυνατότητα αντικειμενικής εκτιμησης ή μέτρησής τους

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία