υποθηκοδάνειο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.θi.koˈða.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐θη‐κο‐δά‐νει‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποθηκοδάνειο ουδέτερο
- (παρωχημένο) συμβολαιογραφική πράξη που αφορά την υποθήκευση κυρίως οικοπέδων με τη μορφή δανείου
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποθηκοδάνειο
|