Δείτε επίσης: ὑποδιαστολή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδιαστολή οι υποδιαστολές
      γενική της υποδιαστολής των υποδιαστολών
    αιτιατική την υποδιαστολή τις υποδιαστολές
     κλητική υποδιαστολή υποδιαστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδιαστολή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποδιαστολή < υπο- ὑπό + αρχαία ελληνική διαστολή < διαστέλλω < δια- διά + στέλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.ði̯a.stoˈli/ & /i.po.ðʝa.stoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δι‐α‐στο‐λή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδιαστολή θηλυκό

  1. (μαθηματικά) σημάδι ( Unicode U+2E12) που χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει τις δεκαδικές μονάδες από τις ακέραιες
  2. (γραμματική) σημάδι ( Unicode U+2E12) που χρησιμοποιείται στην αναφορική αντωνυμία ό⸒τι για να την διαφοροποιήσει από τον ειδικό σύνδεσμο ότι
    ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το σημάδι της υποδιαστολής είναι κανονικά το   Σήμερα όμως στη θέση του χρησιμοποιείται το κόμμα ,

  Μεταφράσεις επεξεργασία