υποδηματοπώλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποδηματοπώλης < υποδήματ(ος) + -ο- + -πώλης
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποδηματοπώλης αρσενικό (θηλυκό υποδηματοπώλισσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποδηματοπώλης
υποδηματοπώλης αρσενικό (θηλυκό υποδηματοπώλισσα)