Δείτε επίσης: ὑποβάλλομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

υποβάλλομαι, π.αόρ.: υποβλήθηκα, (ενεργ.: υποβάλλω)