Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερφυσικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπερφυσικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερφυσικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υπερφυσικό