υπερτίμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερτίμηση | οι | υπερτιμήσεις |
γενική | της | υπερτίμησης* | των | υπερτιμήσεων |
αιτιατική | την | υπερτίμηση | τις | υπερτιμήσεις |
κλητική | υπερτίμηση | υπερτιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερτιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερτίμηση < υπερτιμώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερτίμηση θηλυκό
- η αξιολόγηση ενός αντικειμένου σε μεγαλύτερη τιμή από την πραγματική
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υπερτιμώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερτίμηση
|