Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπληροφόρηση οι υπερπληροφορήσεις
      γενική της υπερπληροφόρησης* των υπερπληροφορήσεων
    αιτιατική την υπερπληροφόρηση τις υπερπληροφορήσεις
     κλητική υπερπληροφόρηση υπερπληροφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερπληροφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερπληροφόρηση < υπερ- + πληροφόρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερπληροφόρηση θηλυκό

  1. η υπερβολική πληροφόρηση, το φαινόμενο της παροχής υπερβολικού αριθμού πληροφοριών σε βαθμό που ο αποδέκτης να μην μπορεί να τις αξιολογήσει, να τις απορροφήσει ή να τις επεξεργαστεί
    • από τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και μετά εμφανίζεται το σύνδρομο της υπερπληροφόρησης
    • οι μαθητές υπόκεινται σε διαρκή υπερπληροφόρηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία