υπερθεματιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερθεματιστής < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματιστής < ὑπερθεματίζω
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερθεματιστής αρσενικό (θηλυκό υπερθεματίστρια)
- ο πλειοδότης, αυτός ο οποίος δίνει την πιο υψηλή προσφορά κατά τη διαδικασία ενός δημόσιου πλειστηριασμού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη υπερθεματίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερθεματιστής
|