Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερθεματιστής οι υπερθεματιστές
      γενική του υπερθεματιστή των υπερθεματιστών
    αιτιατική τον υπερθεματιστή τους υπερθεματιστές
     κλητική υπερθεματιστή υπερθεματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερθεματιστής < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματιστής < ὑπερθεματίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.θe.ma.tiˈstis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερθεματιστής αρσενικό (θηλυκό υπερθεματίστρια)

  • ο πλειοδότης, αυτός ο οποίος δίνει την πιο υψηλή προσφορά κατά τη διαδικασία ενός δημόσιου πλειστηριασμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία