υπερθεμάτιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερθεμάτιση | οι | υπερθεματίσεις |
γενική | της | υπερθεμάτισης* | των | υπερθεματίσεων |
αιτιατική | την | υπερθεμάτιση | τις | υπερθεματίσεις |
κλητική | υπερθεμάτιση | υπερθεματίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερθεματίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερθεμάτιση < υπερθεματίζω + -ση < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερθεμάτιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερθεμάτιση
|