Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερημερία οι υπερημερίες
      γενική της υπερημερίας των υπερημεριών
    αιτιατική την υπερημερία τις υπερημερίες
     κλητική υπερημερία υπερημερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερημερία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερημερία θηλυκό

  1. το να περνάει κάποια προθεσμία χωρίς να έχουν εκπληρωθεί υποχρεώσεις
    τόκοι υπερημερίας: οι πρόσθετοι τόκοι που πληρώνει κάποιος, όταν δεν εξοφλήσει το χρέος του στην προβλεπόμενη ημερομηνία
    υπερημερία εργοδότη

  Μεταφράσεις επεξεργασία