υπερασφάλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερασφάλιση | οι | υπερασφαλίσεις |
γενική | της | υπερασφάλισης* | των | υπερασφαλίσεων |
αιτιατική | την | υπερασφάλιση | τις | υπερασφαλίσεις |
κλητική | υπερασφάλιση | υπερασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερασφάλιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερασφάλιση
|