υπερανάλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερανάλυση | οι | υπεραναλύσεις |
γενική | της | υπερανάλυσης* | των | υπεραναλύσεων |
αιτιατική | την | υπερανάλυση | τις | υπεραναλύσεις |
κλητική | υπερανάλυση | υπεραναλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπεραναλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερανάλυση θηλυκό
- υπερβολική ανάλυση
- αχρείαστη ανάλυση