Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπεραμύνομαι < υπερ- + αμύνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

υπεραμύνομαι, στ.μέλλ.: θα υπεραμύνθηκα (αποθετικό ρήμα)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία