Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερακουσία οι υπερακουσίες
      γενική της υπερακουσίας των υπερακουσιών
    αιτιατική την υπερακουσία τις υπερακουσίες
     κλητική υπερακουσία υπερακουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερακουσία < υπερ- + ακούω + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερακουσία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία