υπεραιμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperhémique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperemic[1] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + αἷμα
Επίθετο επεξεργασία
υπεραιμικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 υπεραιμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)